ακέρωτος

ακέρωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν αλείφτηκε με κερί: Ο σπάγκος είναι ακέρωτος και δε μου κάνει.
2. αυτός που δε λερώθηκε από σταγόνες κεριού: Πήγε στην Ανάσταση, αλλά δεν έφυγε ακέρωτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακέρωτος — (I) ἀκέρωτος, ον (Α) ο άκερος*. (II) η, ο 1. αυτός που δεν έχει αλειφθεί με κερί 2. αυτός που θάφτηκε χωρίς ν ανάψουν κεριά, δηλ. χωρίς να διαβαστεί η νεκρώσιμη ακολουθία 3. εκείνος που δεν έχει πάρει το χρώμα τού κεριού 4. όποιος δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • ἀκέρωτον — ἀκέρωτος not horned masc/fem acc sg ἀκέρωτος not horned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακήρωτος — η, ο (Α ἀκήρωτος, ον) [κηρῶ] αυτός που δεν έχει αλειφθεί με κερί, ο ακέρωτος νεοελλ. (για νήματα και υφάσματα) αυτός που δεν έχει επαλειφθεί με κερί ή παραφίνη για να παραφιναριστεί, για να γίνει δηλαδή υδρόφοβος (αδιάβροχος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”