- ακέρωτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν αλείφτηκε με κερί: Ο σπάγκος είναι ακέρωτος και δε μου κάνει.2. αυτός που δε λερώθηκε από σταγόνες κεριού: Πήγε στην Ανάσταση, αλλά δεν έφυγε ακέρωτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.